- σκοποβολείο(ν)
- το полигон, стрельбище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοποβολείο — το, Ν ναυτ. περιοχή όπου εκτελούνται ασκήσεις βολής, πεδίο βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (II) + βολείο (< βόλος < βάλλω). Η λ., στον λόγιο τ. σκοποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
σκοποβολείο — το σκοπευτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)